- μεσήλικα
- orta yaşlı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
γεροντόπιασμα — το 1. παιδί από γέρο πατέρα και μεσήλικα μητέρα 2. (με μειωτική σημ.) άνθρωπος δύστροπος, ανάποδος αλλά και καχεκτικός … Dictionary of Greek
όκνος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. Μερικοί τονίζουν το όνομα στη λήγουσα. 1. Γιος του Τιβέρου και της Μαντώς, εγγονός του Τειρεσία ή του Ηρακλή, αδελφός του Αυλήτη, του ιδρυτή της Περουγίας της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, είχε χτίσει και τη… … Dictionary of Greek